- χειροθετώ
- (ε) αμετ. церк, руковозлагать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροθετώ — χειροθετῶ, έω, ΝΜΑ ενεργώ χειροθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + θετῶ (< θέτης < θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θετῶ] … Dictionary of Greek
αχειροθέτητος — ο, η (Μ ἀχειροθέτητος) [χειροθετώ] εκείνος που δεν έχει χειροθετηθεί για την εκτέλεση υπηρεσίας σε ναό ή μοναστήρι, δεν έχει ευλογηθεί από τον επίσκοπο ή τον ηγούμενο με χειροθεσία … Dictionary of Greek
αχειρόθετος — ἀχειρόθετος, ον (AM) [χειροθετώ] αυτός που δεν προϋποθέτει την τελετή της χειροθεσίας («ἀχειρόθετος ὑπηρεσία») … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροθεσία — η, ΝΜΑ [χειροθετῶ] εκκλ. επίκληση τής θείας χάρης με επίθεση τών χεριών στο κεφάλι πιστού («εἰς χειροθεσίαν εὐλογίας», Κλήμ. Αλ.) νεοελλ. μσν. (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη η οποία τελείται με την επίθεση τών χειρών τού επισκόπου, έξω από το… … Dictionary of Greek
hirotesi — hirotesí, pers. 3 sg. hiroteséşte, vb. IV (înv.) a ridica o persoană din cler la o dregătorie sau la un serviciu bisericesc, fără împărtăşirea darului (în cazul hirotonirii, cu împărtăşirea darului). Trimis de blaurb, 23.05.2006. Sursa: DAR … … Dicționar Român